οἰνοφόρος — holding wine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοφόρος — ο, θηλ. και α (Α οἰνοφόρος, ον) 1. αυτός που περιέχει οίνο («οἰνοφόρος κύλιξ», Κριτί.) 2. αυτός που παράγει οίνο, οινοπαραγωγός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰνοφόρον (ενν. σκεύος ή αγγείον) σκεύος για μεταφορά κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φόρος*] … Dictionary of Greek
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
οἰνοφόρον — holding wine neut nom/voc/acc sg οἰνοφόρος holding wine masc/fem acc sg οἰνοφόρος holding wine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
αμπελοτρόφος — ἀμπελοτρόφος, ον (Α) (γη) που τρέφει αμπέλους, στην οποία ευδοκιμούν τα αμπέλια, οινοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + τροφος < τρέφω] … Dictionary of Greek
ζαρδάνι — το ποικιλία τού φυτού άμπελος η οινοφόρος … Dictionary of Greek
θιακός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Απόστολος. Καταγόταν από την Ιθάκη. Ήταν ναυτικός και ταξίδευε στη Μαύρη θάλασσα, όταν ξέσπασε το κίνημα στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Με κίνδυνο της ζωής του κατόρθωσε να διασώσει τα λείψανα του Ιερού Λόχου. Στην… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
οιναγωγός — οἰναγωγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει κρασί, οινοφόρος («οἰναγωγὸν πλοῑον», Κρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἀγωγός (πρβλ. παιδ αγωγός)] … Dictionary of Greek